- χαρχαλεύω
- ψάχνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρχαλεύω — Ν ψαχουλεύω, ψάχνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από τη λ. χηλή* / χαλά, μέσω ενός τ. *χαλ χάλι (με αναδίπλωση) < *χαλ χαλεύω < χαρχαλεύω (με ανομοίωση του λ σε ρ ), ενώ, κατ άλλη άποψη, πρόκειται για ηχομιμητική λ.] … Dictionary of Greek
χαρχάλεμα — το, Ν [χαρχαλεύω] ψαχούλεμα … Dictionary of Greek